- αναπεταρίζω
- -ισα1. ανατινάζομαι, αναπηδώ: Τα πιτσούνια άρχισαν να αναπεταρίζουν.2. κουνιέμαι, κάνω νάζια: Ανησυχούσε που η μικρότερη κόρη του είχε αρχίσει να αναπεταρίζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.